- ηρεμιστικά
- Ψυχοφάρμακα ή ψυχοτρόπα φάρμακα, δηλαδή φάρμακα που επηρεάζουν τις ψυχικές λειτουργίες και τη συμπεριφορά. Διακρίνoνται δύο κατηγορίες: τα μεγάλης δραστικότητας (φαινοθειαζίνες κλπ.) και τα απλά (βενζοδιαζεπάμη κλπ.). Τα πρώτα έχουν πολλές άλλες ονομασίες, όπως μείζονα η., αντιψυχωτικά, νευροληπτικά, ψυχοληπτικά κλπ. και χρησιμοποιούνται για την εξομάλυνση ψυχωσικής συμπεριφοράς και για την καταστολή διεγερτικών ψυχωσικών καταστάσεων (μανιακή φάση μανιοκαταθλιπτικής ψύχωσης, σχιζοφρένεια κλπ.), χωρίς να επηρεάζουν σχεδόν καθόλου τη συνείδηση. Σε αντίθεση με τα απλά η., δεν εμφανίζουν μεγάλη υπνωτική και μυοχαλαρωτική ενέργεια και προκαλούν σε μικρότερο βαθμό εξάρτηση. Προξενούν πολλές ανεπιθύμητες εκδηλώσεις (παρκινσονικές και επιληπτοειδείς καταστάσεις) και εμφανίζουν συνεργία με τα υπνωτικά, τα αναλγητικά και τα λεγόμενα γενικά αναισθητικά. Τα απλά η. έχουν επίσης πολλές ονομασίες, όπως η. μικρής δραστικότητας, ελάσσονα η., κατασταλτικά ή κατευναστικά ή καταπραϋντικά, αντιαγχωτικά κλπ. Χρησιμοποιούνται ευρύτατα για την αντιμετώπιση της αϋπνίας ή παροδικών αγχωτικών καταστάσεων σε νευρωτικά ή φυσιολογικά άτομα. Συγκεκριμένα καταστέλλουν το άγχος, την ανησυχία, τις φοβίες, τη συγκινησιακή ένταση κλπ. χωρίς να προκαλούν ύπνο, τουλάχιστον σε θεραπευτικές δόσεις. Επίσης προκαλούν κεντρική μυοχαλαρωτική και αντισπασμωδική δράση. Τα απλά η. εμφανίζουν συνεργία με τα υπνωτικά (παρατείνουν τον ύπνο, όταν χορηγηθούν μαζί με υπνωτικά) και με τα αντιεπιληπτικά φάρμακα. Μακροπρόθεσμα προκαλούν εθισμό, γι’ αυτό πρέπει να γίνεται λογική χρήση, με ιατρική παρακολούθηση.
Dictionary of Greek. 2013.